20.8.10

περί ανέμου

Ο άνεμος φυσάει. Ο άνεμος ξυπνάει. Ο άνεμος ρωτάει. 
Απάντηση δεν παίρνει. Προσπαθεί να σε ξεκουνήσει από κει που είσαι. Σε αναστατώνει λίγο μέσα σου, λίγο έξω σου - τα καλοβαλμένα σου αναδεύονται κάπως. Προσπαθεί καμιά φορά να σου αλλάξει κατεύθυνση και κάπως να σε επηρεάσει όπως σ' εκείνο το μύθο του Αισώπου. 

Ο άνεμος έχει υπομονή και γνώση. Τόσο που γύρισε ξέρει. Και έχει ξαναφτάσει εδώ πολλές φορές. Και θα ξαναφτάσει και παραπέρα και θα διανύσει τόσες αποστάσεις που να διακρίνει ποιό το τέλος και ποιά η αρχή δε θα μπορεί. 

Ο άνεμος θυμώνει. Ο άνεμος καταστρέφει. Ο άνεμος σωπαίνει. Μην προσπαθήσεις να τον καταλάβεις. Ο άνεμος συνέχεια αλλάζει. Αλλάζει κατευθύνσεις και διαθέσεις. Χάνεται και εμφανίζεται από εκεί που δεν τον περιμένεις. Εκεί που είναι μπροστά σου έρχεται δεξιά σου και εκεί που δεν τον νιώθεις σε σπρώχνει ξαφνικά απ' τα πλάγια. 

Περαστικός και διαβατάρης είναι. Ταξιδεύει και να φτάσει πουθενά δεν έχει. Τίποτα δεν κρατά και τίποτα δεν αφήνει. 

Ο άνεμος φυσάει - αυτό ξέρει να κάνει κι αυτό κάνει.

5.8.10

pensée

Ρομαντισμός είναι και το να πιστεύεις στους ανθρώπους ακόμη κι όταν σε διαψεύδουν κατ' εξακολούθηση ή χειρότερα καθ' έξη.

Όταν βλέπεις το καλό στους άλλους αυτό μπορεί να σε βάλει σε αφόρητους μπελάδες - κι αν δεν συγχωρείς εύκολα, σε ακόμη χειρότερους. Όπως και μπορεί να σε βγάλει μπροστά σε μυθικούς θησαυρούς.

Αυτό(ς) που για σένα είναι χαμένο(ς) μπορεί να είναι κάποιου άλλου η ανακάλυψη. 

Ο φόβος της μοναξίας συνήθως μας ωθεί στο να κάνουμε απίστευτα βλακώδη πράγματα.

Όταν αφήνεις πράγματα μισοτελειωμένα έχεις βέβαιες επισκέψεις ενοχών κι ανθρώπων για το μέλλον.

Όποιος πιστεύει πως δεν υπάρχουν διλήμματα μάλλον έχει ένα πολύ μεγάλο εγώ ή ένα πολύ μεγάλο ζευγάρι παρωπίδες. 

Ας μην συγχωρούμε για τους άλλους αλλά (για) εμάς. 

Και όπως λέει κι ένας αγαπημένος συγγραφέας, οι συμβουλές δεν ωφελούν κανέναν, ούτε αυτόν που τις δίνει ούτε αυτόν που τις δέχεται. (Κι αυτή ελπίζω να είναι και η δικαίωση αυτής της ανάρτησης.)

my summer part I

από τις διακοπές μαζί σου έφερα πίσω ένα κουτί, ξύλινο, ζωγραφιστό απ' έξω, που το πήραμε μαζί. Που δεν ξέρω αν θα βάλω κάτι μέσα του. Έφερα κι ένα καπέλο. Και κάτι παιχνίδια παιδικά να τους λέω τις έννοιες μου. Και αναμνήσεις φρέσκιες. Όλο φως.