28.7.10

συντεταγμένες

Έρχεται μια εποχή που όλα μοιάζουν άγνωστα - όχι δε μιλάω για το Αλτσχάιμερ. 

Είναι σα να διάβαζα ένα βιβλίο, να το τελείωσα όπως όλα τ' άλλα και να το έκλεισα. Μόνο που την ώρα που το έκλεισα ήταν και σαν σχεδόν όλες οι σελίδες του ν' άσπρισαν. Σα να σβήστηκαν άπειρα γράμματα στοιβαγμένα στη σειρά. Ε και τι έγινε; θα μου πεις. Πρόλαβες και το διάβασες.

Μια μικρή λεπτομέρεια. Αυτό το βιβλίο περιείχε όλα όσα χρησιμοποιούσα για να προσδιορίσω τον εαυτό μου. 
Είχε τις μουσικές μου που τις συνέδεα με κάποια απόχρωση μιας κάποιας αίσθησης, ενός χρώματος, μιας στιγμής που...
Είχε καταλόγους με τα βιβλία που αγάπησα και που τις φράσεις τους χρησιμοποιούσα συχνά σαν μικρά αποστάγματα σοφίας ή σαν απαντήσεις στα ερωτήματά μου, στα ερωτήματά σου. Είχε όλα αυτά που έκαναν τη ζωή μου λιγάκι καλύτερη - τα προσωπικά μου ρεμέδια. Και ξαφνικά τίποτα δεν είναι γνώριμο. Καμία μουσική δε μου κάνει κέφι ν' ακούσω. Τίποτα ενδιαφέρον στη βιβλιοθήκη. Οι αγαπημένες μυρωδιές -που ταξιδεύουν πιο γρήγορα κι από καπέλο καμιά φορά- με πάνε σ' έναν τόπο που αν και γνώριμο δεν με συγκινεί σχεδόν καθόλου πια. 

Τίποτα δεν είναι ίδιο και τίποτα δεν είναι εγώ - κυρίως. Και ναι, είναι τρομακτικό να μην ανήκεις κάπου. Να μην μπορείς ν' αντλήσεις εαυτό, να μην έχεις σημείο αναφοράς. Είναι σα να χάθηκε κάποιος, κάπου, κάποτε αλλά δεν ξέρουμε λεπτομέρειες γιατί ακόμη κι αυτή η εξαφάνιση είναι απροσδιόριστη. Κανείς δεν πρόσεξε πότε ακριβώς έγινε.
Πιάνω τον εαυτό μου να με ρωτάει: Τώρα; Τώρα που η ενατένιση στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν δεν σου δίνει καμία αίσθηση ταυτότητας; Τώρα που αισθάνεσαι λίγο-πολύ-περισσότερο χαμένος; Τι θα κάνεις τώρα;

Δεν ξέρω.
Αλλά ξέρεις τι... καμιά φορά αισθάνομαι ότι μπαίνω σ' άλλους κόσμους. Άλλοτε ξεναγούμαι μεγαλοπρεπώς κι άλλοτε όχι. Και τυχαίνει να βλέπω πολλά, πάμπολλα πράγματα. Κι όταν γνωρίζω κάτι νέο που με κινεί, με συγκινεί και με συναρπάζει είναι σαν εκείνη τη στιγμή μερικές από εκείνες τις σβησμένες σελίδες ν' αποκτούν λέξεις ξανά. Και σ' εκείνες τις σβησμένες σελίδες γράφονται τα νέα με τα παλιά μαζί.
Κι είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αν ποτέ χρειαστεί να ανακαλέσω κάτι από εκείνα τα γραμμένα σ' εκείνες τις σελίδες θα το θυμηθώ.

Ίσως κι αυτή η λησμονιά να χρειάζεται για να μάθει κανείς τα... καινούρια.

27.7.10

(un)known

Κοίταζε εκείνο το πρόσωπο ξανά και ξανά. Υπήρχε κάτι που του θύμιζε έντονα. Οι γωνίες του. Οι χαρακιές του. Ο τρόπος που το φως έπεφτε πάνω του. Η μουσική της κίνησης του. Δεν άντεξε και ρώτησε αν γνωριζόντουσαν.
"Κοίτα καλύτερα" του απάντησε και χαμογέλασε.
Κυριευμένος από την αμηχανία πια δεν μπόρεσε να δεί τίποτα παραπάνω.
"Στο είχα πεί, μην τρομάξεις αν δεν με γνωρίσεις". Και γέλασε. "Είσαι τυχερός", συνέχισε. "Έχεις την τύχη να γνωρίσεις έναν άνθρωπο που μέχρι τώρα αγνοούσες. Μην τον κατατάξεις στα ήδη γνωστά. Κι όταν αγαπάς αυτό που βλέπεις κι όχι αυτό που ήξερες τότε μόνο μπορείς να πείς ότι αγαπάς." Και χαμογέλασε ξανά.

26.7.10

potential

Όταν στερεύουν οι λέξεις να περιμένεις να ξανάρθουν εκείνες σε σένα. Μέχρι τότε απόλαυσε την ευτυχία μιας σιωπής γεμάτης από ενδεχόμενα. 

(Κι είναι ευτυχία να μην έχεις κανέναν από τους γνωστούς σου τρόπους για να ξεφύγεις.)

21.7.10

windows

Θ' ανοίξω πάλι τα παράθυρα. Μη φανταστείς για να μπεί αέρας αλλά μήπως κι εμφανιστεί κάποιο ίχνος ζωντανού οργανισμού. Κάποια μυρωδιά ή κάποιο φύλλο πράσινο ή και ξερό ακόμη. 

Σ' αυτόν τον παντέρημο πλανήτη φυτρώνει η μεταμέλεια και σαν ζιζάνιο που είναι προσπαθώ να την εξοντώσω μα είναι βλέπεις η εποχή της και δυσκολεύομαι πολύ. Φυτρώνει επίσης και ένα είδος λύπης, "λύπη η προσωπική" είναι η πλήρης ονομασία της. Και κάτι μικρά λουλούδια που τα λέμε "ενθουσιασμοί " αλλά αυτά ζούνε μόνο μια μέρα - είναι μεγάλο το βάρος του εαυτού και του θεού μαζί βλέπεις. 

Θ' ανοίξω πάλι τα παράθυρα - μάταιος κόπος το ξέρω. Ούτε εκείνος ο χαρταετός πετάει πια, που ήταν καθαρός όσο η Δευτέρα Του, ούτε πουλιά αποδημητικά ή έστω ερημητικά.

Βέβαια αν έμαθα κάτι να συντηρώ είναι τις επιφυλάξεις μου. Τις διατηρώ σ' ένα βάζο μεγάλο γυάλινο από αυτά που κλείνουν αεροστεγώς και διαιωνίζουν το μάταιο.

Ν' ανοίξω πάλι τα παράθυρα; Καμιά φορά μπαίνουν κάτι λέξεις μέσα μεγάλες σαν έννοιες. Αλφαβητικά. Αγάπη και Βάσανα και Γηρατειά και Δύση και Ελευθερία και Ζητάω κι άλλες πολλές. Πλανέρημος. Αυτάρεσκη λέξη και λιγάκι δύσθυμη, αυτή ήρθε και μ' επισκέφτηκε πρόσφατα. Ήταν η σειρά του Π βλέπεις. Και τις φοβάμαι αυτές τις άγνωστες λέξεις μα και τις έννοιες. Δεν κάνουν καλή παρέα.

Ας κλείσω τα παράθυρα καλύτερα - ξημέρωσε και το πρωινό φως βλάπτει αν μη τι άλλο στα όνειρα. Κάνουν πανάδες.

15.7.10

μεταβάσεις

Μεταβαίνω θα πει να ξεκινάς από κάπου και να φτάνεις κάπου αλλού. Ορισμός εκτός λεξικού.

Κυκλοφορώ μόνο με τα μέσα. Μαζικής μεταφοράς. Κι όχι μόνο. Όχι έξω. Μέσα μου σα να προσπαθώ να φτάσω κάπου. 

Σήμερα με πήρε λίγο ο ύπνος στο λεωφορείο, λίγο πριν φτάσω. Δευτερόλεπτα ήταν. Ανάμεσα στα δευτερόλεπτα είδα εκείνο το αγόρι που έστειλε μια συλλογή ποιημάτων σ' έναν εκδότη ενώ ήταν ακόμη μαθητής με την ελπίδα και την πίστη ότι θα τα καταφέρει. 

Αναρωτήθηκα από που το ξεκίνησα και που το προορίζω. Φοβήθηκα μην κατέβηκε μόνο του σε καμιά στάση. Θυμήθηκα κι κείνο τον παιδικό εφιάλτη - τώρα που γράφω μ' επισκέφθηκε ξανά - που έμενα εγώ στο λεωφορείο και κατέβαινε η μητέρα μου με τον αδερφό μου. Τότε που ρίχναμε δραχμές σ' ένα πλαστικό κουτί με μια σχισμή κουμπαρά - ένα σχεδόν ό,τι προαιρείσθε αντί των εισιτηρίων. 

Σκέφτομαι. Και καμιά φορά είναι πρόβλημα. 

Σκέφτομαι ότι όλη μας η ζωή είναι μια μετάβαση. Από την αρχή στο τέλος της. Από τη μια μέρα στην άλλη. Από τη μια ανάσα στην επόμενη. 

Μεταβαίνει κανείς στην ενηλικίωση, στην συνειδητοποίηση, στην ελευθερία, στην χαρά αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα. Τίνι τρόπω; Ο καθένας με τα δικά του μέσα και από το δικό του δρόμο.
Νομίζω κι ελπίζω ότι υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος για να συμβούν όλα τα πράγματα. Θέλει υπομονή και εμπιστοσύνη και να αφεθείς. Στη ζωή και στις μεταβάσεις της.
 

14.7.10

spiegel

Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και δεν γνωρίζομαι. Δεν αναγνωρίζομαι. 
Που πήγα; Πηγαίνω πίσω και ξαναπλησιάζω. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου βιαστικά. Κλείνω τα μάτια μου μετράω ως το εκατό, φτου και βγαίνω και δεν είμαι εκεί. 
Τι μου συνέβη; Σε ποιά γωνιά πιάστηκα και δεν μ' έχει αφήσει ακόμη να φύγω; 
Και ποιός είναι αυτός που με κοιτάζει και χαμογελάει αινιγματικά, σα να ξέρει κάτι που αγνοώ; Που να βρίσκομαι τώρα; 

Η πραγματική μου μέρα που έχει ανατείλει μέσα μου και δεν έχει δύσει ακόμη. Αυτήν ψάχνω ν' απεικονίσω. Να την δω.


- Μην εμπιστεύεσαι τις εικόνες και τα είδωλα, ειδικά τους καθρέφτες. Αυτοί μπορεί να σου κλέψουν την ψυχή.
 

13.7.10

post scriptum

"...μια φορά θα σου μιλήσω χωρίς λόγια και θα κλάψω χωρίς δάκρυα και θα γράψω χωρίς μελάνι. "
έτσι τελείωσε την επιστολή του - σε περίπτωση που αναρωτήθηκες.

12.7.10

a random walk


Ένα βράδυ έφτασε στις γραμμές του τραίνου και τις ακολούθησε. Περπατούσε ανάμεσα τους σα να χόρευε. Δεν θα του έκανε καμιά διαφορά αν τα τραίνα περνούσαν ή όχι. Δεν ήταν αυτοκτονικός, μόνο κάπου ήθελε να πάει. Δεν τον ένοιαζε που μπορεί έτσι μέσα στα σκοτάδια της διαδρομής να τρόμαζε κανέναν.
Καμιά φορά έπιανε τον εαυτό του να σφίγγει τη δεξιά του γροθιά. Ασυναίσθητα. Κι έπειτα τη χαλάρωνε. Και κάποτε την ξαναέσφιγγε. Ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί. Ήταν μάλλον σα να προσπαθούσε να κρατήσει κάτι.

Έπιασε στην τσέπη του ένα χαρτί. Τσαλακωμένο. Ένα γράμμα αδιάβαστο κουβαλούσε. Αδιάβαστο και άγραφο.
Είναι φορές που θέλουμε κάτι να πούμε και δεν τα καταφέρνουμε, σκέφτηκε κι έκανε μια μικρή στάση. Σηκώθηκε μετά από λίγο και συνέχισε να περπατάει.

Ένα πρωινό πέρασε κάποια σύνορα. Έτσι του φάνηκε.
Από μακριά ακουγόταν ο ήχος του πρώτου τραίνου της μέρας. Χαμογέλασε κι ευχήθηκε να είχε κάποιον να μοιραστεί εκείνο το παράξενο πρωινό. Σκέφτηκε πως αυτό θα ήταν μια ωραία έναρξη για  μια κάποια επιστολή: "Από μακριά διακρίνω τον ήχο του τραίνου"... 
σταμάτησε να περπατάει κι άρχισε να γράφει.


Είναι φορές που κάτι θέλουμε να πούμε. Και μετά ψάχνουμε και σε ποιόν να το πούμε...