24.9.11

Ο καθρέφτης

Μπήκε στο δωμάτιο. Δεν άναψε αμέσως τα φώτα. Βρήκε στα τυφλά το δρόμο του ανάμεσα στα λιγοστά έπιπλα. Ανάμεσα στις στοιβαγμένες του συνήθειες. Έπειτα κάθισε για λίγο στην πολυθρόνα αυτή απέναντι από τον καθρέφτη που μέσα στο σκοτάδι αντιφέγγιζε λίγο από το φως που έπεφτε από το παράθυρο. Λίγο της νύχτας, λίγο του δρόμου, λίγο του απέναντι σπιτιού. Δεν κοίταζε την μορφή του στον καθρέφτη. Δεν έβγαλε τα ρούχα του. Έμεινε λίγη ώρα εκεί ακόμη σιωπηλός. Ο αέρας πηχτός σαν ακίνητος γύρω του. Δίστασε. 
"Πως τρυπώνει έτσι αθόρυβα η θλίψη", είπε ούτε δυνατά, ούτε ψιθυριστά. 
Κι έπειτα άναψε το φως. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Όχι ότι τον ένοιαζε η εικόνα του. Έβγαλε τα ρούχα του και στάθηκε ολόγυμνος να κοιτάζει τον εαυτό του. Ο νάρκισσος είχε πεθάνει από καιρό. 
Πήρε ένα μαρκαδόρο κι άρχισε να ζωγραφίζει ένα χαμόγελο στον καθρέφτη μιας κι ο ίδιος αδυνατούσε να χαμογελάσει. Του έμοιασε ανάρμοστο μέσα στη γύμνια το ψέμα. Το έσβησε. 
Κοιτάχτηκε ώρα πολλή. Κάποτε ανατρίχιαζε. 

Έψαχνε να βρει κάτι γνώριμο. Κάποιο εκ γενετής σημάδι που να του ορίσει μια διαδρομή προς τα πίσω και πως λοξοδρόμησε από αυτή. Κάποιο έστω σημάδι ότι αυτό το σώμα βίωσε κάτι που άφησε το αποτύπωμα του αναλοίωτο πίσω του.
Άρχισε να δακρύζει. Χωρίς λυγμό, χωρίς ήχο, χωρίς παράπονο.
Τα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα του, το λαιμό του, το στέρνο κι όλο κατέβαιναν προς τα κάτω, τις ιερές περιοχές και τη γη στο τέλος. 
Όλο κι έτρεχαν σαν μια πηγή που ανάβλυζε και τον ξέπλενε από το μακιγιάζ μιας παράστασης που έπαιζε. 
"Είμαι ένας ηθοποιός που ξεχάστηκε μέσα στο ρόλο, που πέρασε το έργο για πραγματικότητα. Η Αλίκη κατάφερε να βγει μέσα από τον καθρέφτη, εγώ; Δεν ξέρω ποιος είναι πραγματικός. Ο εαυτός είναι ρόλος. Ο εαυτός δεν είμαι εγώ. Εγώ δεν είμαι εγώ. Εγώ δεν είμαι ούτε εσύ. Είμαι ένας ηθοποιός που ξεχάστηκε μέσα στο ρόλο, που πέρασε το έργο για πραγματικότητα. Η Αλίκη κατάφερε να βγει μέσα από τον καθρέφτη, εγώ; Είμαι ένας ηθοποιός που ξεχάστηκε μέσα στο ρόλο, που πέρασε το έργο για πραγματικότητα. Είμαι ένας ηθοποιός που ξεχάστηκε μέσα στο ρόλο, που πέρασε το έργο για πραγματικότητα." 

Κι έπειτα πήρε τον καθρέφτη και τον έσπασε. Κι έτσι έμειναν για ακαθόριστη ώρα, σπασμένοι κι οι δυο, είδωλο και αλήθεια. Κι έκλαψε πραγματικά. Αληθινά. Αρχέγονα. Σαν εκείνη την πρώτη ανάσα που πληγώνει τα πνευμόνια. Μετέωρος ανάμεσα στα σπασμένα κομμάτια. Πληγωμένος από τα σπασμένα κομμάτια. Παγιδευμένος ανάμεσα στο δυο.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω χωρίς να την κλείσει. Άρχισε να τρέχει και να κατευθύνεται κάπου προς το άγνωστο. Οδεύοντας κάπου ανάμεσα σε μια κατάσταση ονείρου και πραγματικότητας ήλπιζε το όνειρο να μην είναι πιο γρήγορο από την αλήθεια και να το προφτάσει πριν να είναι αργά. Πριν αποδεχτεί ότι έζησε μια ζωή χαμένη. Μια ζωή αποτελούμενη από θραύσματα. 

Νομίζω ότι ακόμα τρέχει. Αν τον δεις να περνάει από δίπλα σου σε παρακαλώ πες του ότι δεν ήταν όλα χαμένα, δεν ήταν όλα ψεύτικα, δεν ήταν όλα μάταια, ότι οι Μήδοι δεν διέβηκαν στο τέλος. Κι αν δεν μπορείς κάτι απ' αυτά σκέπασε τον με κάτι να μην κρυώνει. Ή βγάλε τα ρούχα σου και τρέξε μαζί του κι εσύ. Μόνο μην τον αφήσεις μόνο μέσα στο κρύο, χωρίς κατεύθυνση κι αιτία. Σε παρακαλώ. 
Μπορείς πάντα να τον αγνοήσεις και να συνεχίσεις το δρόμο σου σα να μην τον συνάντησες ποτέ. Σα να ήταν μια σκιά που πέρασε πίσω σου στον καθρέφτη.