24.6.11

Τότε, πιο πολύ

Πιο πολύ θυμάμαι τις βόλτες στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου. Τότε πριν πέσει από το βάθρο του και πριν έρθει η συμφιλίωση χρόνια πολλά αργότερα. Γενέθλια χρόνια. Τότε που καθόμουν στο μπροστινό κάθισμα αν και ήμουν πολύ μικρός για να κάθομαι μπροστά. Τότε που ότι κι αν μου αγόραζε έλεγα: "να πάρω ένα και για τον αδερφό μου". Τότε που αισθανόμουν ασφαλής, χωρίς κανέναν προφανή λόγο, τότε που δεν ήξερα ότι η ζωή είναι μια εναλλασσόμενη κίνηση από αβέβαια παρόντα, πανταχού, ασφαλής και καθισμένος σ' ένα αυτοκίνητο με μοναδική χαρά τη στιγμή, την μετακίνηση. Σε μια βόλτα που τώρα πια, χρόνια πολλά μετά, μοιάζει μια μεγάλη βόλτα δίχως αρχή και δίχως τέλος. Τα ξερά χόρτα το καλοκαίρι να γίνονται χιόνια του χειμώνα και αυθάδεις πρασινάδες και λουλούδια την άνοιξη. 

Πιο πολύ νοσταλγώ εκείνο το αίσθημα που μετασχηματίζει τη ζωή από ασαφείς όγκους και πεδιάδες δίχως αρχή και δίχως τέλος σ' ένα φαντασιακό χώρο όπου όλα γίνονται πιθανά και οι άνθρωποι και τα πράγματα αναλαμβάνουν ρόλους ηρώων και μαγείας. Εκείνη τη φαντασία που έκανε τ' άδεια κιβώτια διαστημόπλοια και έβαζε τα παιδιά στο προαύλιο να παίζουν παιχνίδια της στιγμής από έναν αδιάκοπα τροφοδοτούμενο αυτοσχεδιασμό. 

Ίσως να είναι ένα παιχνίδι όλα αυτά και να μετακινούμαστε από στιγμή σε στιγμή με το ψευδές αίσθημα ότι είμαστε ασφαλείς και αυτάρκεις ενώ περιμένουμε κάποιον να μας μετακινήσει, να μας συγκινήσει, να μας κάνει να δούμε τη ζωή μέσα από φίλτρα μαγικά και χρωματιστά. Ψηφιδωτά από χαλίκια που κουβαλάμε στο στόμα μας για να μη χάσουμε το δρόμο της επιστροφής και τα φτύνουμε σα να' ναι λέξεις. Σα να' ναι υπάρξεις αληθινές.
Ίσως πάλι αυτός ο κάποιος, ο ερχόμενος, ο ταξιδευτής, αυτός που μετακινεί, που συγκινεί, να μην υπήρξε παρά μόνο στην ίδια την φαντασία που τον γέννησε. Δειλή φαντασία δικαιολογία για έναν άτολμο ονειρευτή.

Πιο πολύ θυμάμαι τις βόλτες στην παραλία και τα παιχνίδια στην αμμουδιά. Πιο πολύ νοσταλγώ την αθωότητα στα βλέμματα. 

Πιο πολύ θυμάμαι τις στιγμές που έμοιαζαν αληθινές. Πιο πολύ νοσταλγώ τις αγκαλιές που ήταν. Αληθινές. 

Πιο πολύ λυπάμαι για εκείνα που δε δόθηκαν, αντίδωρα σε δώρα και δώρα δίχως παραλήπτες. Αισθήματα και πράξεις ανεπίδοτες.
Πιο πολύ λυπάμαι για εκείνες τις βόλτες που τελείωσαν. Πολύ νωρίς. 
Πιο πολύ λυπάμαι για τη ζωή που γλιστράει ανάμεσα απ' τα μεσοδακτύλια σαν την άμμο στις κλεψύδρες.
Πιο πολύ θυμάμαι, πιο πολύ νοσταλγώ, πιο πολύ λυπάμαι τους χαρταετούς που δεν πέταξα όλες εκείνες τις  Δευτέρες. Καθαρές ή μη.
Πιο πολύ θυμάμαι, πιο πολύ νοσταλγώ, πιο πολύ λυπάμαι αντί να αρχίζω απ' την αρχή. Αντί να κρατώ έναν παλμό στο χέρι μου. Αντί να δρασκελίζω το παρόν. Με άλλα λόγια: αντί να ζω.

22.6.11

σε β' ενικό

Λες κάτι άλλο απ' αυτό που εννοείς. 
Λες κάτι άλλο απ' αυτό που θες. 
Γίνεσαι κάποιος άλλος απ' αυτόν που είσαι.
Και χάνεσαι.

Ζητάς. 
Και κρύβεσαι πίσω απ' το δάχτυλο σου. 
Όμως εγώ ξέρω ότι είναι το ίδιο δάχτυλο που σου πλήγωσε τ' αδράχτι και κοιμήθηκες.

Σε ποιόν κόσμο να βρω το θάρρος να σε ξυπνήσω; 
Ποιό όνειρο να σου ψιθυρίσω να ονειρευτείς;
Ποιά αλήθεια να σου πω που δε θα πληγώνει;
Ποιά θάλασσα να σταλάξω στο στήθος σου;

Μια μέρα που θα ξυπνήσεις και θα' χουν τελειώσει όλα αυτά, θα δεις. Ξανά. Ποιος είσαι. Και ποιος ήσουν. Λιγάκι πιο καθαρά.

21.6.11

story

Λίγη η μοναξιά, πολλή η υπομονή. Ή μήπως μου τα' λεγες ανάποδα; 
Πόσα γράμματα χωρίς παραλήπτες και πόσα γράμματα με παραλήπτη που έμειναν σε συρτάρια, μπορεί να χωράει ένας άνθρωπος μέσα του, σε ρωτούσα. 
Δεν απαντούσες. 
Δεν μιλούσα κι εγώ. 
Και μέναμε στη σιωπή μας. 
Που μεγάλωνε και πλήθαινε όπως και τα γράμματα στα συρτάρια. 
Καλύτερες οι σιωπές, το ξέραμε κι οι δύο.
Τα οξεία τ' αντέχαμε, τ' αμβλεία μας κοίμιζαν. 
Κι οι αναμνήσεις γέφυρες για ένα παρελθόν ανύπαρκτο.
Στ' ανέφικτα να μου κρατάς το χέρι.
Στα δύσκολα να μου χαμογελάς. 
-Θυμάσαι τότε που μ' έσωσες από βέβαιο πνιγμό; 
-Θυμάμαι τότε που έμαθα τα φωνήεντα από την αρχή.

Το σ' αγαπώ δεν είναι λέξη. Είναι ύπαρξη. Μέσα του να ζεις. 

2.6.11

Πάντα

Πάντα κάτι διαφεύγει ανάμεσα στις χαραμάδες. 
Κι όσο υπάρχουν ραντεβού πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα περιμένει 
κι όσο υπάρχουν υπεκφυγές θ' ακολουθούμε τα χνάρια τους. 
Κι όσο κι αν καθαρίζεις το μέσα, όσο κι αν το βγάζεις βόλτα στον ήλιο, πάντα κάποια γωνιά μένει με αράχνες.
Όσο κι αν πείθεις τον εαυτό σου για κάτι, πάντα θα ξέρεις ότι κάπου λες ψέμματα. 
Πάντα θ' ακούμε τις μουσικές που ακούνε οι άλλοι μπας κι έρθουμε πιο κοντά.
Πάντα τα δάκρυα θα κρύβουνε μέσα άπειρα ποσοστά αθωότητας. Και θλίψης.
Πάντα η παρουσία με την απουσία δε θ' ανταμώνουν. 
Κι όσο κάτι το αποφεύγεις πάντα θα 'ρχεται μπροστά σου.
Πάντα θα λέμε πάντα -
για να μην πούμε ποτέ.
Για να μην μας ανατραπεί η ησυχία μας. Αυτή που προσπαθούμε από πάντα.