24.8.15

ένα ακόμη καλοκαίρι

Ένα ακόμη καλοκαίρι. Αύγουστος στην πόλη.

Πριν τρία χρόνια πέθανε ο μπαμπάς. Αύγουστο. Σήμερα έλεγα μια ιστορία που όταν έπαιρνε τηλέφωνο άφηνε ένα μικρό κενό μέχρι να ακουστεί η φωνή του (πάντα τηλεφωνούσε από τον δρόμο κι ακουγόταν φασαρία), μήνες μετά αφότου είχε πεθάνει, κάποιος πήρε κι άφησε ένα μικρό κενό μέχρι να μιλήσει κι ακουγόταν η γνωστή φασαρία και για μια στιγμή η καρδιά μου σφίχτηκε και θεώρησε πιθανό το παράλογο ενδεχόμενο να είναι εκείνος. 

Σήμερα καθώς περπατούσα δίπλα στο Σύνταγμα, πέρασα από 'κει που έπαιρνες το τρόλει παλιά και κοίταξα μήπως είσαι μέσα στο τρόλει που έφευγε εκείνη τη στιγμή, ενώ ήξερα πως δεν κάνει πια τέρμα σ' εκείνο το σημείο κι ότι εσύ είσαι κάπου αλλού. Παλιά συνήθεια. Καπνίζω λίγο και μ' αρέσει. Κακή συνήθεια.

Χθες περπατούσα στην Ακαδημίας. Μ' αρέσει η Ακαδημίας τα βράδια του Αυγούστου -σταθερά- αναρωτιέμαι αν στο είπα ποτέ αυτό. 
Αυτή την πόλη την ξέρω περπατώντας την. Είτε μόνος είτε μαζί σου. 

Καμιά φορά τώρα πια φοράω μακριά παντελόνια και κλειστά παπούτσια το καλοκαίρι.
Γράφω τώρα ξανά σε αυτό το κιτρινισμένο τετράδιο, που με έπεισες να ξεκινήσω να γράφω κι εγώ δίσταζα αλλά το 'κανα, κι ας έγραψα βλακείες. 

Όλα είναι αλλιώτικα κι όλα αφόρητα ίδια. 
Είμαι μόνος. Δεν με πειράζει. Δεν περιμένω πολλά. Δεν περιμένω τίποτα για να είμαι ακριβής. Υπάρχει λίγη σκόνη στα βιβλία μου, δεν μ' ενοχλεί. Κοιμάμαι το ξημέρωμα. Πονάει το σώμα μου και το αντέχω. Κάποια βράδια βλέπω όνειρα και καμιά φορά τα θυμάμαι. Συχνά κλαίω και δεν με πειράζει. Πενθώ. 

Βλέπω ότι οι κύκλοι ολοκληρώνονται, οι πόρτες για κάποια περάσματα κλείνουν - κι ας ήμουν εγώ πάντα αφελής και πίστευα ότι θα έμεναν ανοιχτές. 
Βλέπω τώρα ότι η ζωή από δω και πέρα κι ήδη από πιο πριν είναι μια ατέλειωτη σειρά αποχαιρετισμών. Κι αυτό πονάει και πρέπει να μάθω να το αντέχω. 

Έχω εδώ δίπλα το βιβλίο του Βαβούρη, ανάμεσα σε άλλα χαρτιά και ποιήματα - μόνο ποίηση διαβάζω τελευταία - σημειώσεις με σκέψεις που δεν θα σου πω ποτέ. Μένω ακόμη στο πατρικό μου. Παίρνω ακόμη τα ίδια λεωφορεία. Μου αρέσουν ακόμα τα ίδια τραγούδια. Σε σκέφτομαι. 
Θα βρεθούμε, θα σου πω τα νέα μου, θα μου πεις τα δικά σου. 
Σε άλλα νέα, οι άνθρωποι κάνουν παιδιά, παντρεύονται, πληρώνουν φόρους, έχουν δάνεια και πλυντήρια πιάτων κι άλλες οικοσυσκευές. 
Εσύ δεν έχεις βάλει ακόμα air-condition. Βγαίνεις έξω, έχεις νέους φίλους, και μια ζωή καινούρια.
Σε άλλα νέα παριστάνουμε οι άνθρωποι ότι μπορούμε να ζούμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Βρίσκουμε κάπως τις αντοχές και ζούμε, ζούμε βασισμένοι σε μια εντολή επιβίωσης που είναι πιο δυνατή από την (οικεία) θέληση του θανάτου. 

Σκέφτομαι σήμερα μια ιστορία για κάποιον που φύτεψε έναν κήπο για να ζήσει μέσα η αγαπημένη του, όλη του τη ζωή τον προετοίμαζε και τον φρόντιζε, τον γέμισε με λουλούδια, σπάνια φυτά, δέντρα ψηλά και βότανα, για να μπορεί μια στιγμή, μια ολόκληρη και αναπόδραστη στιγμή να πει: αυτό είναι για σένα και να της δώσει ένα κλειδί για τον κήπο. Κι εκείνη θα το πάρει μάλλον θα του χαμογελάσει, ακόμη δεν ξέρω αν θα έχει αλλεργία στα λουλούδια ή θα του πει πως κάποιο βράδυ, όταν ήταν ακόμη μικρή και τα όνειρα ήταν λίγο μεγαλύτερα, είχε δει έναν τέτοιο κήπο κι έναν άντρα να τον φροντίζει κι ότι αυτό το όνειρο το δέχτηκε σαν μοίρα. 

Ξέρεις κάποια φυτά το καλοκαίρι πεθαίνουν από ξηρασία, σαν να πεθάνει κάποιος από δίψα ας πούμε. Δεν υπάρχει κηπουρός που να μην στεναχωριέται με αυτό αλλά και που να μην μπορεί να ζήσει με αυτό το βέβαιο γεγονός του θανάτου. 

Άλλα ήθελα να σου πω, πάλι φλυαρίες. Συχώρα με που δεν έγινα καλύτερος με τις λέξεις.


Θα περάσει κι αυτό. 
Θα περάσει κι αυτό το καλοκαίρι, Θα μας αλλάξει ανεπανόρθωτα χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, χωρίς να υπάρχει επιστροφή. Αθόρυβα θα γίνουν όλα. 
Κι εμείς θα πούμε - σαν να μην πονέσαμε, σαν να μην ήταν όλα φριχτά κι αφόρητα - πως ήταν ένα ακόμη καλοκαίρι.