30.5.10

άλεφ τίτλου

μιλούσαν μια γλώσσα. 

μεταφραστή δεν είχε. 

όνομα η γλώσσα δεν είχε. (δεν ξέρω πόσα φωνήεντα, πόσα σύμφωνα. πόσους δίφθογγους. δεν τα χαρτογράφησε ποτέ κανείς.)

κατάφερναν να συννενοηθούν παντού.

αυτοί που δεν την καταλάβαιναν την χλεύαζαν. 

μα 
αν
κάποτε, 

τύχαινε να μάθουν μερικές λέξεις απ' αυτήν, 

δεν

μπορούσαν να μιλήσουν άλλη γλώσσα.


είναι η επίσημη γλώσσα ενός κράτους που δεν έχει σύνορα. 

αν 
κάποτε
βρείς

κάποιον που να τη μιλά, ζήτα του να στη μάθει. δε θα σου πεί όχι.

29.5.10

the cleaning lady

Ένιωθε ένα μούδιασμα στην αριστερή φτέρνα που και πού.

Τώρα που καλοκαιριάζει είναι καιρός για μπαλκόνια, σκέφτηκε και σταμάτησε να ξαποστάσει. Μα τα μπαλκόνια είναι ωραία με παρέα και ανθισμένα, ξανασκέφτηκε κι ένα από εκείνα τα παράξενα χαμόγελα της Τρίτης έκανε την εμφάνιση του. 
Κι εκείνη είχε φυτέψει κάποτε κάτι φυτά αυτοαναφλεσσόμενα - συνταγή για μοναξιά. 

Καθάριζε πάντα γρήγορα, με μια βιασύνη τέτοια που πρόδινε έναν άνθρωπο που δεν αγαπούσε τις εκκρεμότητες. Τις εκκρεμότητες και τους λεκέδες δεν τους αγάπησε ποτέ.

Είχε μια θλίψη στην άκρη των χειλιών, τις Τρίτες περισσότερο παρά τις Δευτέρες. Την έσφιγγε μαζί με τη σφουγγαρίστρα της στον κουβά στίβοντας τα δόντια της με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε σα να χαμογελούσε. Κι εκεί ήταν που μπέρδευαν οι άλλοι τη χαρά με τη λύπη.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει ούτε κι εκείνη δε θυμόταν. Η ιστορία του ανθρώπου είναι ένα άτι που καλπάζει, έλεγε. Πήγαινε όσο σε πάει το άτι σου. Έλεγε. Μη σε νοιάζει που. Έλεγε.

Κανείς δεν την είδε να φεύγει, κανείς δεν την είδε να γυρνάει. Κι έτσι ήταν σα να μην είχε συμβεί κιόλας. Η μόνη εικόνα που μπορεί να είχε δει κανείς ήταν εκείνη με τον κουβά της.

Ένιωθε ένα μούδιασμα στην αριστερή φτέρνα που και πού, όπως και τώρα. Όλοι έχουμε τα ευαίσθητα σημεία μας, είπε λίγο χαμηλόφωνα. Έπειτα γύρισε σαν από συνήθεια να ψάξει για κάποιον θεατή. 

Ποτέ δεν είναι αργά, είπε πάλι λίγο χαμηλόφωνα. Χαμογέλασε, χωρίς να στίβει τα δόντια της αυτή τη φορά, μ' ένα από εκείνα τα χαμόγελα των ανθρώπων που ξέρουν πολλά και λένε λίγα. 

Έστιψε τη σφουγγαρίστρα της, σήκωσε τον κουβά της και βγήκε. Κι έτσι όπως έφευγε της φάνηκε πως άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά της.

Όλοι έχουμε τα ευαίσθητα σημεία μας, σκέφτηκε.

23.5.10

announcements

Ανακοίνωση:

Η ημερομηνία νέας εξέτασης του μαθήματος Υποχρεωτικής Επιλογής : "Ζητήματα Ελευθερίας στις Ανθρώπινες Σχέσεις ΙΙΙ" για όσους το οφείλουν θα ανακοινωθεί εντός των ημερών.

Επίσης έχει ξεκινήσει η διανομή του συγγράματος: "Μέσα από την ελευθερία η συνύπαρξη"

Από τη γραμματεία.

19.5.10

επιστολή προς καθαρογραφή

Αγαπητέ άγνωστε, 
Μακάρι να είχα μια διεύθυνση να σου στείλω μιαν απάντηση.
Ή έστω ένα ταχυδρομικό περιστέρι που να το εκπαιδεύσω να βρίσκει το τζάμι από το οποίο κοιτάς μακριά ως τον ορίζοντα κι ονειρεύεσαι. 

Είναι που όμως σε τούτη την εποχή που δεν ανήκει στις 4 γνωστές κάποια μηνύματα δεν φτάνουν στον παραλήπτη τους. Ίσως γιατί είναι δύσκολο να γνωρίζεις. Αλλά αυτό με τη γνώση συνέβαινε πάντοτε. 

Αγαπητέ άγνωστε θέλω να σου εκμυστηρευτώ ότι είμαι καλά. Ακόμη κι όταν δεν είμαι. Ακόμη κι όταν το φαγητό που τρώω νομίζω πως με δηλητηριάζει. Πως; Θα πρέπει να σου διηγηθώ μια πολύ μεγάλη ιστορία για να σου πω πως. Κι αυτή είναι η δική μου ιστορία. Η ιστορία - εμπειρία μου. Και μόνο από εκεί εγώ σου μιλάω. Όχι από θέση. Κι αν κάποτε το έκανα ήταν γιατί δεν το καταλάβαινα. Και να με συγχωρήσεις για τότε. Σου μιλώ από εξίσωση. Όχι μαθηματική μα μεταφυσική.

Και τώρα φτάνω σ' ένα σημείο όπου συναντάμε τη δυσκολία. Εγώ τουλάχιστον γιατί εσύ δεν με γνωρίζεις. Δυσκολεύομαι γιατί δεν ξέρω πως να σου πω πως η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά, και δεν ξέρω πως να καταφέρω να μ' ακούσεις.
Δοκίμασα να μιλήσω σ' ενα μπουκάλι αδειανό κι έπειτα να το σφραγίσω μα τα λόγια πετούν και δεν φυλακίζονται.

Βέβαια ας ξεκαθαρίσουμε κάτι τώρα που είναι σχετικά νωρίς - κι ας ήθελα ν' αποφύγω τα ρολόγια. 

Αν ψάχνεις να βρεις ποιος είσαι και μετά να το φυλάξεις σ' ένα συρτάρι, μαζί μ' εκείνα τα προσχέδια σουρρεαλιστικών δοκιμίων, καλύτερα να σταματήσεις τώρα. Γενικά. Να με διαβάζεις πρώτα κι έπειτα να κάνεις ό,τι είναι αυτό που κάνεις. 

Θα σου πω μια λέξη. Τρία γράμματα. Ροή. Μικρές διορθώσεις στα γράμματα, ίδιος ήχος άλλο σύμβολο κι ένα άλλο σύμφωνο, και γίνεται... Ζωή.  

Αυτή είναι μια μικρή εξίσωση από τα μαθηματικά μου τα πρόχειρα. 

Η ζωή είναι ροή. Κι η ροή ζωή.

Αν ψάχνεις να καθρεφτίσεις το είδωλο σου σ' ένα ποτάμι κι έπειτα να κουβαλάς τη βεβαιότητα της απεικόνισης σου πλανάσαι πλάνην οικτρά. Η μορφή σου κι αν δεν αλλάζει θ' αλλάζεις εσύ. Αυτή είναι η μοναδική σταθερά σου στην φυσική της φύσης. Αλλά εδώ είναι το σημείο όπου μάλλον θα μπούν κάποιου είδους παράσιτα και θα σταματήσεις να μ' ακούς. 

Αγαπημένε μου άγνωστε αν βρω κάποτε τρόπο να σου μιλήσω θα σου πω πως το μυαλό μας δεν μπορεί να καταλάβει ποιοί είμαστε. Κι ότι τη μια μέρα μπορεί να είμαστε έτσι την άλλη αλλιώς. Συγνώμη που δεν τα λέω και πολύ φιλολογικά αλλά να, στη φιλολογία καμιά φορά χάνεται το νόημα.

Δες το σαν ένα επιτραπέζιο. Που πέφτει το ζάρι και προχωράς. Μόνο που είσαι ταυτόχρονα και πιόνι και ορίζεις τους κανόνες. Μην αντιστέκεσαι στο παιχνίδι. Πήγαινε όπου σε πάει. Γιατί η δική μου ιστορία λέει ότι σε πάει εκεί που θες χωρίς να το ξέρεις. Βέβαια θα μου πείς αυτή είναι η δική σου ιστορία και μπλά... μπλά.. μπλά... Εδώ θα πρέπει να σου'χεις εμπιστοσύνη.

Και κάτι ακόμη. Μην ψάχνεις καθρέφτη που να χωράει να σου δείξει ποιός είσαι. Δεν φτάνουν οι καθρέφτες στα βάθη και τα ύψη που φτάνουν οι άνθρωποι. Μπορεί κάποτε αν είσαι τυχερός κι αν σε λένε Αλίκη να σε περάσει απέναντι. 

Μα αυτό το "απέναντι" δεν το κάνουν οι καθρέφτες συνήθως. Το κάνουν οι άνθρωποι. Και σ' αυτό θα πρέπει να μου'χεις εμπιστοσύνη.

υ.γ. μπορείς το "απέναντι" να το αντικαταστήσεις και με τη λέξη εμπειρία.

17.5.10

dear reader

Βρίσκεται καμιά φορά στο μέσο της νύχτας. Όχι πάντα. Δεν άντεχε ποτέ το ξημέρωμα. Αν έμενε ξύπνιος μέχρι να χαράξει ήταν που φοβόταν μη δεν έρθει το μετά. Κι αν κοιμόταν πριν ξημερώσει ήταν που φοβόταν μη δεν κοιμηθεί μετά. Μη δεν ονειρευτεί.

Το πρωί ξύπνησε με ένα αίτημα. Όχι δικό του. Κάποιου άλλου. Σε κάποιον έπρεπε να πει κάτι και δε θυμόταν ούτε τι ούτε και σε ποιόν. Του το είχε ζητήσει να του μιλήσει αυτός ο κάποιος.

Τις τελευταίες μέρες των τελευταίων χρόνων ξυπνούσε σχεδόν ευγνώμων. Δεν είχε σημασία η ηλικία του - το λέω για σένα που μόλις αναρωτήθηκες για τα χρόνια.

Έλεγε πάντα τα πράγματα που ήθελαν ν' ακούσουν οι άλλοι, μόνο που καθώς σταμάτησε ν' ακούει τους άλλους άρχισε να λέει αυτά που ήθελε να πει.

Τα δέντρα τον άκουγαν με υπομονή. Σαν να περίμεναν μαζί με το νερό και τα λόγια.
Απ' τα δέντρα γίνεται το χαρτί κι απ' το νερό τα λόγια. Τα δικά του τουλάχιστον.

Το βάδισμα του ήταν άηχο. Το ράγισμα του αόρατο - τα αγαπούσε τα άλφα τα στερητικά.
Φοβόταν τους καθρέφτες. Ίσως γιατί καμιά φορά, κρυφά, ζήλευε εκείνη την ηρωίδα του Πάβιτς που ήταν ερωτευμένη με τον αναγνώστη της. Εκείνη στο βιβλίο, εκείνος στο χαρτί.

Μπορείς να με διαβάσεις; είναι εκείνη η ερώτηση που τρέφεται στα χείλη του από σάλιο και επιθυμία. Άηχη. Πάντα. Και περιμένει να γεννηθεί. Ν' ακουστεί.

Τις νύχτες - όταν βρίσκεται στο μέσο τους - έρχονται πάντα τα ίδια ερωτήματα να τον παιδέψουν. Χτυπάνε ή χτυπούν το τζάμι - εξαρτάται από ποιά πλευρά τ' ακούς.
"Να τους ανοίξεις. Αν τους ανοίξεις; Θα τους ανοίξεις. Θα τους ανοίξεις; Ν' ανοίξεις;"
μονολογεί.

Κι είχε τώρα κι εκείνο το ξένο αίτημα.

"Μόνο που δεν ξέρω τι να σου πω. Και ποιός είσαι εσύ.
Συγχώρεσε με που δεν είμαι αυτός που ονειρεύτηκες και που δεν ξέρω ποιός είσαι εσύ που ονειρεύτηκα."
μονολογεί. 

Τα βράδια, πριν τον πάρει ο ύπνος συχνά βλέπει ότι είναι ένα χάρτινο πουλί που πετάει προς κάπου που δεν μπορεί να θυμηθεί όταν πια ονειρεύεται. 

"Μια μέρα των ημερών θα καταφέρω να τελειώσω αυτό που άρχισα."
μονολογεί.

Το βράδυ εκείνο είδε ένα χάρτινο πουλί να βουτάει σε μια θάλασσα από λόγια.
Το επόμενο πρωί δεν ξέρω αν ξύπνησε. Ίσως να ξέρεις ή ν' αποφασίσεις εσύ, όπως εκείνος ο αναγνώστης της ηρωίδας του Πάβιτς - που ήταν άλλωστε και η δική του ηρωίδα.

13.5.10

Σπόροι και λιπάσματα

Σήμερα, σαν παλιός κηπουρός που είμαι, φύτεψα μια ευχή. 

Μια ευχή για τούτο τον πονεμένο κόσμο που όσο πονάει τόσο μας πληγώνει. 

Τούτες τις άστατες μέρες βέβαια θα την ποτίσω με δάκρυα. 

Και για λίπασμα θα'χει όχι όπως θα περίμενε κανείς τις λύπες μου μα τα χαμόγελα που μου απομένουν. (Λίπασμα εύκολο κι αρκετό, λίπασμα που η λύπη δεν μπορεί να το ληστέψει μα και κανείς άλλος.)

Το χαμόγελο είναι τροφή για τα φυτά, για τις ευχές, για τα μάτια... Μην το ξεχνάς. 

Σε καλύτερους καιρούς ίσως να μπορούσα να τη φροντίσω περισσότερο μα όταν οι καιροί είναι καλύτεροι δε θυμάμαι να έχω φυτέψει ευχές. 

Ίσως γιατί στους καλύτερους καιρούς θερίζουμε καρπούς.

Κι όταν φυτεύεις ευχές θερίζεις χαρές. 

- Κι οι πίκρες; 
- Χαζέ! Οι πίκρες παρέχουν τα δάκρυα για να ποτίζουμε. 

jardinero & 
gardener

11.5.10

"...Θα καθήσουμε λίγο στο πεζούλι..."

Το ξέρεις ήδη. Σ' ενα επίπεδο το έχεις διαισθανθεί. 

Κάθεσαι σ' ένα πεζούλι κάποιου δρόμου - ας πούμε στην Πανεπιστημίου για χάρη εκείνων που αγαπούν τις συγκεκριμένες αναφορές. Είναι νύχτα, αραιή κίνηση, κιτρίνα φώτα.

Περιμένεις, δεν ξέρεις ακριβώς τι, δεν έχεις τη δύναμη να κουνηθείς - έτσι λες. Κλαίς. Μα δεν μπορείς να καταλάβεις αν τα δάκρυα όντως φαίνονται γιατί δεν τα αισθάνεσαι. Δεν χαρακώνουν τα μάγουλα, δεν υγραίνουν το δέρμα, δεν κάνουν αλμυρή την παρουσία τους στα χείλη.

Λυπάσαι τον εαυτό σου; 

Οι λιγοστοί άνθρωποι που μπορεί να περνούν σε κοιτάζουν αμήχανοι. Αμήχανοι είναι όλοι άλλωστε μπροστά σε αυτόν που αισθάνεται, ή απέναντι σε αυτό που αισθάνονται ή ακόμη και στο ότι αισθάνονται κάποιες φορές.

Δεν ξέρεις πόσος χρόνος έχει περάσει από τότε που έφτασες εκεί. 

Πως βρέθηκες εσύ εκεί, αναρωτιέσαι. Εσύ. Εσύ που ήθελες να διαβείς μεγάλους δρόμους. Σ' ένα τυχαίο πεζούλι σε έναν οποιονδήποτε δρόμο. Με πόδια ανήμπορα να περπατήσουν ή καρδιά ανήμπορη να τα διατάξει. 

Δεν έχει σημασία πως βρέθηκες εκεί. Μπορεί να έκατσες ή μπορεί να έπεσες ή ακόμη να λαβώθηκες θανάσιμα ή πάλι μπορεί να φαντάστηκες ότι βρίσκεσαι εκεί. Θ' αποφασίζεις να σηκωθείς - κατ' εξακολούθηση. Το ξέρεις άλλωστε πως θα το κάνεις. Γενναιότητα; Ξέρεις πως όχι. 
 
Είναι που κάτι σε ωθεί να μη σταματήσεις. 

(Είναι που στη ζωή δεν έχει τελείες - ή μήπως έχει; Κι είναι η αρχή μια συνέχεια; )

Παίρνει μια ανάσα να σηκωθείς από εκεί που κάθεσαι και να συνεχίσεις. Δεν ξέρεις πόσο καιρό θα σου πάρει να σηκωθείς, ν' ανασάνεις, να τινάξεις από πάνω σου τη σκόνη που μάζεψες και να συνεχίσεις. 

Δεν ξέρω όταν θα σηκωθείς αν θα κουτσαίνεις ή θα είσαι πληγιασμένος ή αρτιμελής. Σημασία έχει ότι θα σηκωθείς. Μπορεί ακόμη και να σέρνεσαι στην αρχή. Μα θα προχωρήσεις. 

Και ξέρεις γιατί; Γιατί αυτό που σου συμβαίνει δεν είναι πιο δυνατό από σένα. Κι αυτή είναι πάντα μια σκέψη - μοχλός για να σε σηκώσει.

Κι ίσως τότε όταν σηκωθείς να δείς πως είσαι στο πεζούλι ενός μεγάλου δρόμου - μια ανάσα μακριά από εκεί που ονειρεύτηκες. 
Και ποιός ξέρει που θα σε πάει ο δρόμος αυτός κι αν θα τον διαβαίνει κανείς συνοδοιπόρος...


5.5.10

estar joven

Αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε... (Οδυσσέας Ελύτης)


Πότε μεγαλώσαμε; 
Μεγαλώσαμε; 
Γιατί σταματήσαμε να παίζουμε; 
Τι δηλαδή; Ξυπνάς μια μέρα κι είσαι ενήλικας; 

Δύο φίλοι, μια Κυριακή απόγευμα, ένα σούρουπο κι ένας αέρας βορειοδυτικός - αυτός που κάνει την ατμόσφαιρα διαυγή και τις αποστάσεις να μοιάζουν πιο κοντινές, ένας απλός περίπατος στην παραλία καθώς το φως φεύγει, μια λάμπα για δώρο -τυχαίο;

-Ένα καρουζέλ! 
-Να κάνουμε;
-Έχει κλείσει;

-Οι δυο σας; 
-Ναι!
-Ελάτε 


Άλογα μικρά για τα δυο μεγάλα παιδιά. Μόνοι μας πάνω στο καρουζέλ. Γέλια χωρίς λογική, γέλια άλογα. Φωτογραφίες. Μια μαζί. Κουνημένη. Κι άλλη. Γέλια περισσότερα, γέλια μεγαλύτερα, όχι ενήλικα.

Η βόλτα τελειώνει, οι φίλοι κατεβαίνουν, γελούν ακόμη. 
-Μου χρωστάς ακόμη το τραμπολίνο και την βαρκάδα.
-Όχι σήμερα, άλλη μέρα αυτά.

Ορμόνες χαράς - ενδορφίνες τις λέμε αυτές ναι; 

Και μετά μια παιδική χαρά. 
-Κούνιες;
-Χωράμε;
-Σ' αυτές ναι.
Γέλια. Πολλά.
-Να δείς άμα σπάσουν τι γέλια θα κάνουμε. 
Γέλια. Ξανά.

-Τσουλήθρα;
-Ναι! 

Ξεφωνητά κι έχει πια βραδιάσει.

-Γιατί σταματήσαμε να παίζουμε;
-Ναι ρε, οι κούνιες τα σπάνε. 

Γέλια ξανά, με τα λεγόμενα, με την αργκό. Με τα όσα έγιναν. Σιωπή. Χαμόγελα.

Είμαι λιγάκι λαχανιασμένος, ιδρωμένος κι η σκόνη που σηκώσαμε κολλάει πάνω στο δέρμα μου. Δε με νοιάζει, μόνο που καταλαβαίνω γιατί φωνάζαν' καμιά φορά οι μανάδες που γινόμασταν χάλια με το παιχνίδι. 

Τα χέρια μου μυρίζουν σίδερο και ταξιδεύω σε κλάσματα δευτερολέπτου δεκαετίες πίσω. Ίδια η μυρωδία, αλλιώτικα τα χέρια. Εγώ. Εγώ ταυτόχρονα σε δυο στιγμές μέσα στο χρόνο. Η όσφρηση. Τι υπέροχη αίσθηση, τι δυνατή μνήμη. 

Είναι απλό να ξαναγίνεις παιδί. Να σκονιστείς, να σκοντάψεις, να χτυπήσεις, να γελάσεις, να γελάσεις πολύ, να είσαι χαρούμενος και παρών. Είναι απλό αλλά όχι εύκολο πάντα. 

Και σκέφτομαι ότι όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να γελοιοποιηθεί, να πληγωθεί, να αφεθεί, τότε αισθάνεσαι ζωντανός. Είσαι ζωντανός. Όταν ξεχνάμε αυτά τα επίθετα που γίνονται επιθετικά συχνά και μας προσδιορίζουν.

Κάνε μου μια χάρη και μόνο για σήμερα μη μου μιλήσεις για τις καταθλίψεις, μη μου ζητήσεις εξηγήσεις για τα άγχη. Για όλα αυτά που καταρρέουν. Τώρα έχουμε ενδορφίνες κι όλα αυτά δεν έχουν χώρο. 

Μην ξεχάσεις ότι κάποτε υπήρξαμε παιδιά. Κι ήταν και μια Κυριακή εκείνο το κάποτε όπου δυο φίλοι πήρανε μια χαρά παιδική.

to Ε.Λ.

4.5.10

Μέμνησο λιμένος

Αγαπώ τον Πειραιά. 
Ήθελα να αποφύγω να γίνω συγκεκριμένος μα είναι τόπος υπαρκτός κι όχι μια από αυτές τις πόλεις που θα περιέγραφε ο φίλος μας ο Μ.Π. 

Δεν ξέρω αν τον αγαπώ στη μνήμη ή στην παρουσία. 

Τον γνώρισα παιδί και οι πρώτες εικόνες του έχουν ένα μητρικό χέρι να τις συνοδεύει. Και μετά τα δικά μου βιαστικά μικρά βήματα που προσπαθούν να μεγαλώσουν - όπως όλα τα παιδικά πράγματα - και να προφτάσουν κάτι άλλα βήματα μεγαλύτερα κι εξίσου βιαστικά μα για άλλους λόγους. 
Να σκοντάφτω εύκολα και ν' αποκτώ ένα από τα πολλά παρατσούκλια που θα μου καρφιτσωθούν σαν παράξενα παράσημα και αμφίσημα σε όλη μου τη μετέπειτα ζωή.

Κι έπειτα οι σκονισμένες αναμνήσεις από κάτι γκρίζους δρόμους κι αφρόντιστους. 

Τα υφασματάδικα και τα παράξενα ονόματα που είχαν εκείνα τα τόπια. Κρεπ και ζωρζέτες και τα γνώριμα μακό. Οι πραμάτειες στους δρόμους. Ψώνια οικογενειακά διάφορα κι αδιάφορα. Οι άνθρωποι. Κάποτε τρομακτικοί.

Έπειτα νεότερες εγγραφές. Φίλοι εφηβικοί και βόλτες και πάλι ψώνια νεανικά και διαφορετικά και μια κρυφή χαρά που αυτό το μέρος δεν είναι άγνωστο. 
Κι εσύ (-Εγώ;) που έχεις ένα μέγεθος σωματικό πιο ταιριαστό στον χώρο. Η καρδιά σου; Λύπες ή Χαρές; 
Χαρμολύπη; Όχι ακόμη.

Κι ύστερα οι αναχωρήσεις. Μόνο. Όχι πια βόλτες, όχι ψώνια. Τα λιμάνια. Εκείνα που πας να συναντήσεις κι εκείνο που αφήνεις πίσω. Λίγο καλύτερο με τα χρόνια. Η ίδια η χαρά του να φεύγεις κι η χαρά να βλέπεις από μακριά τα φώτα. "Φαίνεται ο Πειραιάς, φτάνουμε!". Κάποιος πάντα θα το λέει κι αν όχι δυνατά, θα το λέω εγώ από μέσα μου. 
Τα χρόνια που έκανες να ξαναπάς.

Κι ακόμη οι -πρόσφατες- ανακαλύψεις. Οι νεώσοικοι και τα απομεινάρια τους -τα σπίτια των παροπλισμένων πλοίων της αρχαίας Αθήνας κάτω από τα δικά μας σπίτια που στεγάζουν (παροπλισμένες;) ζωές και αφοπλιστικά (λες να'ναι κι εφοπλιστικά;) όνειρα. 

Κι εκείνο το μαγαζί με τα τσάγια. Μια ακόμη αγάπη. Μια ακόμη ανακάλυψη.

Η συνέχεια που έχει αυτό το μέρος. Το πως συνδέεται. Το πως συνδέει.
Ένα λιμάνι που συνδέει με θαλάσσιους δρόμους τις ζωές μας και τις αναμνήσεις μας με άλλους τόπους. Με την ίδια την τοποθεσία του. 
Που συνδεόταν με την αρχαία Αθήνα με εκείνα τα μακρά τείχη. Που είναι εκεί από εκείνο το αρχαίο τότε. 
Που πάντα συνδέει κάτι. Κι είναι πάντα εκεί για να συνδέσει ανθρώπους και τόπους. 
Κι ας μην είναι όμορφος όπως θα'θελαμε.
Οι μυρωδιές ακόμα εκεί. Και καμιά φορά ο ήχος ενός πλοίου. Αυτή η αίσθηση του απλού και του αυθεντικού. Αυτό που κάποτε θα λέγανε λαϊκό - μα ας μου συγχωρέσει η λέξη που δεν θα την χρησιμοποιήσω έχει αλλοιωθεί τόσο.

Αυτός είναι ο δικός μου Πειραιάς. Κι ευτυχώς υπάρχουν ακόμη αφορμές και πρόσωπα να τον ξανασυναντώ, να τον αγαπώ ξανά και να μπορώ τον ξεχνώ και να τον ανακαλύπτω. Ξανά.