17.5.10

dear reader

Βρίσκεται καμιά φορά στο μέσο της νύχτας. Όχι πάντα. Δεν άντεχε ποτέ το ξημέρωμα. Αν έμενε ξύπνιος μέχρι να χαράξει ήταν που φοβόταν μη δεν έρθει το μετά. Κι αν κοιμόταν πριν ξημερώσει ήταν που φοβόταν μη δεν κοιμηθεί μετά. Μη δεν ονειρευτεί.

Το πρωί ξύπνησε με ένα αίτημα. Όχι δικό του. Κάποιου άλλου. Σε κάποιον έπρεπε να πει κάτι και δε θυμόταν ούτε τι ούτε και σε ποιόν. Του το είχε ζητήσει να του μιλήσει αυτός ο κάποιος.

Τις τελευταίες μέρες των τελευταίων χρόνων ξυπνούσε σχεδόν ευγνώμων. Δεν είχε σημασία η ηλικία του - το λέω για σένα που μόλις αναρωτήθηκες για τα χρόνια.

Έλεγε πάντα τα πράγματα που ήθελαν ν' ακούσουν οι άλλοι, μόνο που καθώς σταμάτησε ν' ακούει τους άλλους άρχισε να λέει αυτά που ήθελε να πει.

Τα δέντρα τον άκουγαν με υπομονή. Σαν να περίμεναν μαζί με το νερό και τα λόγια.
Απ' τα δέντρα γίνεται το χαρτί κι απ' το νερό τα λόγια. Τα δικά του τουλάχιστον.

Το βάδισμα του ήταν άηχο. Το ράγισμα του αόρατο - τα αγαπούσε τα άλφα τα στερητικά.
Φοβόταν τους καθρέφτες. Ίσως γιατί καμιά φορά, κρυφά, ζήλευε εκείνη την ηρωίδα του Πάβιτς που ήταν ερωτευμένη με τον αναγνώστη της. Εκείνη στο βιβλίο, εκείνος στο χαρτί.

Μπορείς να με διαβάσεις; είναι εκείνη η ερώτηση που τρέφεται στα χείλη του από σάλιο και επιθυμία. Άηχη. Πάντα. Και περιμένει να γεννηθεί. Ν' ακουστεί.

Τις νύχτες - όταν βρίσκεται στο μέσο τους - έρχονται πάντα τα ίδια ερωτήματα να τον παιδέψουν. Χτυπάνε ή χτυπούν το τζάμι - εξαρτάται από ποιά πλευρά τ' ακούς.
"Να τους ανοίξεις. Αν τους ανοίξεις; Θα τους ανοίξεις. Θα τους ανοίξεις; Ν' ανοίξεις;"
μονολογεί.

Κι είχε τώρα κι εκείνο το ξένο αίτημα.

"Μόνο που δεν ξέρω τι να σου πω. Και ποιός είσαι εσύ.
Συγχώρεσε με που δεν είμαι αυτός που ονειρεύτηκες και που δεν ξέρω ποιός είσαι εσύ που ονειρεύτηκα."
μονολογεί. 

Τα βράδια, πριν τον πάρει ο ύπνος συχνά βλέπει ότι είναι ένα χάρτινο πουλί που πετάει προς κάπου που δεν μπορεί να θυμηθεί όταν πια ονειρεύεται. 

"Μια μέρα των ημερών θα καταφέρω να τελειώσω αυτό που άρχισα."
μονολογεί.

Το βράδυ εκείνο είδε ένα χάρτινο πουλί να βουτάει σε μια θάλασσα από λόγια.
Το επόμενο πρωί δεν ξέρω αν ξύπνησε. Ίσως να ξέρεις ή ν' αποφασίσεις εσύ, όπως εκείνος ο αναγνώστης της ηρωίδας του Πάβιτς - που ήταν άλλωστε και η δική του ηρωίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου